-
1 ἐπι-σπερχής
ἐπι-σπερχής, ές, eilig, hastig, heftig, Arist. Physiogn. 3, wo er τρίχωμα μαλακόν, τῷ σώματι συγκεκαϑικὸς οὐκ ἐπισπερχές entgegengesetzt. – Adv., Xen. Cyr. 4, 1, 3; ἐπισπερχεστέρως ἐξετάζειν, strenger untersuchen, Aen. Poliorc. 26.
-
2 ἐπισπερχής
ἐπι-σπερχής, ές, eilig, hastig, heftig; ἐπισπερχεστέρως ἐξετάζειν, strenger untersuchen